Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποπέλιδνος
ὑποπέλιος
ὑπόπεμπτος
ὑποπέμπω
ὑποπεπτωκότως
ὑποπέπων
ὑποπεράτωσις
ὑποπέρδομαι
ὑποπερικλάομαι
ὑποπεριπλύνομαι
ὑποπεριψύχω
ὑποπερκάζω
ὑποπέσσιον
ὑποπετάννυμι
ὑποπέτασμα
ὑποπέτομαι
ὑποπετρίδιος
ὑπόπετρος
ὑποπετρόω
ὑποπέττευμα
ὑποπήγνυμι
View word page
ὑποπεριψύχω
shiver a little

ShortDef

shiver a little

Debugging

Headword:
ὑποπεριψύχω
Headword (normalized):
ὑποπεριψύχω
Headword (normalized/stripped):
υποπεριψυχω
IDX:
92255
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92256
Key:

Data

{'content': 'shiver a little'}