Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποπεινάω
ὑποπειράω
ὑποπελιάζω
ὑποπέλιδνος
ὑποπέλιος
ὑπόπεμπτος
ὑποπέμπω
ὑποπεπτωκότως
ὑποπέπων
ὑποπεράτωσις
ὑποπέρδομαι
ὑποπερικλάομαι
ὑποπεριπλύνομαι
ὑποπεριψύχω
ὑποπερκάζω
ὑποπέσσιον
ὑποπετάννυμι
ὑποπέτασμα
ὑποπέτομαι
ὑποπετρίδιος
ὑπόπετρος
View word page
ὑποπέρδομαι
to break wind a little

ShortDef

to break wind a little

Debugging

Headword:
ὑποπέρδομαι
Headword (normalized):
ὑποπέρδομαι
Headword (normalized/stripped):
υποπερδομαι
IDX:
92252
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92253
Key:

Data

{'content': 'to break wind a little'}