Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποπαύομαι
ὑποπαχύνομαι
ὑπόπαχυς
ὑποπέζιος
ὑποπείθω
ὑποπεινάω
ὑποπειράω
ὑποπελιάζω
ὑποπέλιδνος
ὑποπέλιος
ὑπόπεμπτος
ὑποπέμπω
ὑποπεπτωκότως
ὑποπέπων
ὑποπεράτωσις
ὑποπέρδομαι
ὑποπερικλάομαι
ὑποπεριπλύνομαι
ὑποπεριψύχω
ὑποπερκάζω
ὑποπέσσιον
View word page
ὑπόπεμπτος
sent covertly

ShortDef

sent covertly

Debugging

Headword:
ὑπόπεμπτος
Headword (normalized):
ὑπόπεμπτος
Headword (normalized/stripped):
υποπεμπτος
IDX:
92247
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92248
Key:

Data

{'content': 'sent covertly'}