Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποπάτριος
ὑποπαύομαι
ὑποπαχύνομαι
ὑπόπαχυς
ὑποπέζιος
ὑποπείθω
ὑποπεινάω
ὑποπειράω
ὑποπελιάζω
ὑποπέλιδνος
ὑποπέλιος
ὑπόπεμπτος
ὑποπέμπω
ὑποπεπτωκότως
ὑποπέπων
ὑποπεράτωσις
ὑποπέρδομαι
ὑποπερικλάομαι
ὑποπεριπλύνομαι
ὑποπεριψύχω
ὑποπερκάζω
View word page
ὑποπέλιος
somewhat black, wan, or livid
ShortDef
somewhat black, wan, or livid
Debugging
Headword:
ὑποπέλιος
Headword (normalized):
ὑποπέλιος
Headword (normalized/stripped):
υποπελιος
IDX:
92246
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92247
Key:
Data
{'content': 'somewhat black, wan, or livid'}