Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποπαταγέω
ὑποπάτριος
ὑποπαύομαι
ὑποπαχύνομαι
ὑπόπαχυς
ὑποπέζιος
ὑποπείθω
ὑποπεινάω
ὑποπειράω
ὑποπελιάζω
ὑποπέλιδνος
ὑποπέλιος
ὑπόπεμπτος
ὑποπέμπω
ὑποπεπτωκότως
ὑποπέπων
ὑποπεράτωσις
ὑποπέρδομαι
ὑποπερικλάομαι
ὑποπεριπλύνομαι
ὑποπεριψύχω
View word page
ὑποπέλιδνος
somewhat black, wan, or livid

ShortDef

somewhat black, wan, or livid

Debugging

Headword:
ὑποπέλιδνος
Headword (normalized):
ὑποπέλιδνος
Headword (normalized/stripped):
υποπελιδνος
IDX:
92245
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92246
Key:

Data

{'content': 'somewhat black, wan, or livid'}