Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποπάσχω
ὑποπαταγέω
ὑποπάτριος
ὑποπαύομαι
ὑποπαχύνομαι
ὑπόπαχυς
ὑποπέζιος
ὑποπείθω
ὑποπεινάω
ὑποπειράω
ὑποπελιάζω
ὑποπέλιδνος
ὑποπέλιος
ὑπόπεμπτος
ὑποπέμπω
ὑποπεπτωκότως
ὑποπέπων
ὑποπεράτωσις
ὑποπέρδομαι
ὑποπερικλάομαι
ὑποπεριπλύνομαι
View word page
ὑποπελιάζω
to be or grow ὑποπέλιος

ShortDef

to be or grow ὑποπέλιος

Debugging

Headword:
ὑποπελιάζω
Headword (normalized):
ὑποπελιάζω
Headword (normalized/stripped):
υποπελιαζω
IDX:
92244
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92245
Key:

Data

{'content': 'to be or grow ὑποπέλιος'}