Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποπάσσω
ὑπόπαστον
ὑποπάσχω
ὑποπαταγέω
ὑποπάτριος
ὑποπαύομαι
ὑποπαχύνομαι
ὑπόπαχυς
ὑποπέζιος
ὑποπείθω
ὑποπεινάω
ὑποπειράω
ὑποπελιάζω
ὑποπέλιδνος
ὑποπέλιος
ὑπόπεμπτος
ὑποπέμπω
ὑποπεπτωκότως
ὑποπέπων
ὑποπεράτωσις
ὑποπέρδομαι
View word page
ὑποπεινάω
to be hungry, to begin to be hungry
ShortDef
to be hungry, to begin to be hungry
Debugging
Headword:
ὑποπεινάω
Headword (normalized):
ὑποπεινάω
Headword (normalized/stripped):
υποπειναω
IDX:
92242
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92243
Key:
Data
{'content': 'to be hungry, to begin to be hungry'}