Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποπαραφέρομαι
ὑποπαρενθυμέομαι
ὑποπάρθενοι
ὑποπαρωθέω
ὑποπάσσω
ὑπόπαστον
ὑποπάσχω
ὑποπαταγέω
ὑποπάτριος
ὑποπαύομαι
ὑποπαχύνομαι
ὑπόπαχυς
ὑποπέζιος
ὑποπείθω
ὑποπεινάω
ὑποπειράω
ὑποπελιάζω
ὑποπέλιδνος
ὑποπέλιος
ὑπόπεμπτος
ὑποπέμπω
View word page
ὑποπαχύνομαι
grow thick, curdle

ShortDef

grow thick, curdle

Debugging

Headword:
ὑποπαχύνομαι
Headword (normalized):
ὑποπαχύνομαι
Headword (normalized/stripped):
υποπαχυνομαι
IDX:
92238
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92239
Key:

Data

{'content': 'grow thick, curdle'}