Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποπαραληρέω
ὑποπαραφέρομαι
ὑποπαρενθυμέομαι
ὑποπάρθενοι
ὑποπαρωθέω
ὑποπάσσω
ὑπόπαστον
ὑποπάσχω
ὑποπαταγέω
ὑποπάτριος
ὑποπαύομαι
ὑποπαχύνομαι
ὑπόπαχυς
ὑποπέζιος
ὑποπείθω
ὑποπεινάω
ὑποπειράω
ὑποπελιάζω
ὑποπέλιδνος
ὑποπέλιος
ὑπόπεμπτος
View word page
ὑποπαύομαι
cease gradually

ShortDef

cease gradually

Debugging

Headword:
ὑποπαύομαι
Headword (normalized):
ὑποπαύομαι
Headword (normalized/stripped):
υποπαυομαι
IDX:
92237
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92238
Key:

Data

{'content': 'cease gradually'}