Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποπαραίτησις
ὑποπαραιτία
ὑποπαρακρούω
ὑποπαραληρέω
ὑποπαραφέρομαι
ὑποπαρενθυμέομαι
ὑποπάρθενοι
ὑποπαρωθέω
ὑποπάσσω
ὑπόπαστον
ὑποπάσχω
ὑποπαταγέω
ὑποπάτριος
ὑποπαύομαι
ὑποπαχύνομαι
ὑπόπαχυς
ὑποπέζιος
ὑποπείθω
ὑποπεινάω
ὑποπειράω
ὑποπελιάζω
View word page
ὑποπάσχω
suffer slightly

ShortDef

suffer slightly

Debugging

Headword:
ὑποπάσχω
Headword (normalized):
ὑποπάσχω
Headword (normalized/stripped):
υποπασχω
IDX:
92234
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92235
Key:

Data

{'content': 'suffer slightly'}