Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποπαράβορρος
ὑποπαραιτέομαι
ὑποπαραίτησις
ὑποπαραιτία
ὑποπαρακρούω
ὑποπαραληρέω
ὑποπαραφέρομαι
ὑποπαρενθυμέομαι
ὑποπάρθενοι
ὑποπαρωθέω
ὑποπάσσω
ὑπόπαστον
ὑποπάσχω
ὑποπαταγέω
ὑποπάτριος
ὑποπαύομαι
ὑποπαχύνομαι
ὑπόπαχυς
ὑποπέζιος
ὑποπείθω
ὑποπεινάω
View word page
ὑποπάσσω
to strew under
ShortDef
to strew under
Debugging
Headword:
ὑποπάσσω
Headword (normalized):
ὑποπάσσω
Headword (normalized/stripped):
υποπασσω
IDX:
92232
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92233
Key:
Data
{'content': 'to strew under'}