Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποοπλομάχος
ὑποπαιδοτρίβης
ὑποπαίζω
ὑποπαλαίω
ὑποπάλλω
ὑποπαράβορρος
ὑποπαραιτέομαι
ὑποπαραίτησις
ὑποπαραιτία
ὑποπαρακρούω
ὑποπαραληρέω
ὑποπαραφέρομαι
ὑποπαρενθυμέομαι
ὑποπάρθενοι
ὑποπαρωθέω
ὑποπάσσω
ὑπόπαστον
ὑποπάσχω
ὑποπαταγέω
ὑποπάτριος
ὑποπαύομαι
View word page
ὑποπαραληρέω
wander, be slightly delirious
ShortDef
wander, be slightly delirious
Debugging
Headword:
ὑποπαραληρέω
Headword (normalized):
ὑποπαραληρέω
Headword (normalized/stripped):
υποπαραληρεω
IDX:
92227
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92228
Key:
Data
{'content': 'wander, be slightly delirious'}