Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποξύνω
ὑποξυράω
ὑποξύριος
ὑπόξυρος
ὕποξυς
ὑπόξυσμα
ὑποξύω
ὑποοπλομάχος
ὑποπαιδοτρίβης
ὑποπαίζω
ὑποπαλαίω
ὑποπάλλω
ὑποπαράβορρος
ὑποπαραιτέομαι
ὑποπαραίτησις
ὑποπαραιτία
ὑποπαρακρούω
ὑποπαραληρέω
ὑποπαραφέρομαι
ὑποπαρενθυμέομαι
ὑποπάρθενοι
View word page
ὑποπαλαίω
to go down voluntarily in wrestling
ShortDef
to go down voluntarily in wrestling
Debugging
Headword:
ὑποπαλαίω
Headword (normalized):
ὑποπαλαίω
Headword (normalized/stripped):
υποπαλαιω
IDX:
92220
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92221
Key:
Data
{'content': 'to go down voluntarily in wrestling'}