Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπόξυλος
ὑποξύνω
ὑποξυράω
ὑποξύριος
ὑπόξυρος
ὕποξυς
ὑπόξυσμα
ὑποξύω
ὑποοπλομάχος
ὑποπαιδοτρίβης
ὑποπαίζω
ὑποπαλαίω
ὑποπάλλω
ὑποπαράβορρος
ὑποπαραιτέομαι
ὑποπαραίτησις
ὑποπαραιτία
ὑποπαρακρούω
ὑποπαραληρέω
ὑποπαραφέρομαι
ὑποπαρενθυμέομαι
View word page
ὑποπαίζω
play, joke a little

ShortDef

play, joke a little

Debugging

Headword:
ὑποπαίζω
Headword (normalized):
ὑποπαίζω
Headword (normalized/stripped):
υποπαιζω
IDX:
92219
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92220
Key:

Data

{'content': 'play, joke a little'}