Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπόξηρος
ὑποξίζω
ὑπόξυλος
ὑποξύνω
ὑποξυράω
ὑποξύριος
ὑπόξυρος
ὕποξυς
ὑπόξυσμα
ὑποξύω
ὑποοπλομάχος
ὑποπαιδοτρίβης
ὑποπαίζω
ὑποπαλαίω
ὑποπάλλω
ὑποπαράβορρος
ὑποπαραιτέομαι
ὑποπαραίτησις
ὑποπαραιτία
ὑποπαρακρούω
ὑποπαραληρέω
View word page
ὑποοπλομάχος
assistant
ShortDef
assistant
Debugging
Headword:
ὑποοπλομάχος
Headword (normalized):
ὑποοπλομάχος
Headword (normalized/stripped):
υποοπλομαχος
IDX:
92217
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92218
Key:
Data
{'content': 'assistant'}