Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποξηραίνω
ὑπόξηρος
ὑποξίζω
ὑπόξυλος
ὑποξύνω
ὑποξυράω
ὑποξύριος
ὑπόξυρος
ὕποξυς
ὑπόξυσμα
ὑποξύω
ὑποοπλομάχος
ὑποπαιδοτρίβης
ὑποπαίζω
ὑποπαλαίω
ὑποπάλλω
ὑποπαράβορρος
ὑποπαραιτέομαι
ὑποπαραίτησις
ὑποπαραιτία
ὑποπαρακρούω
View word page
ὑποξύω
to scrape slightly

ShortDef

to scrape slightly

Debugging

Headword:
ὑποξύω
Headword (normalized):
ὑποξύω
Headword (normalized/stripped):
υποξυω
IDX:
92216
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92217
Key:

Data

{'content': 'to scrape slightly'}