Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποξέω
ὑποξηραίνω
ὑπόξηρος
ὑποξίζω
ὑπόξυλος
ὑποξύνω
ὑποξυράω
ὑποξύριος
ὑπόξυρος
ὕποξυς
ὑπόξυσμα
ὑποξύω
ὑποοπλομάχος
ὑποπαιδοτρίβης
ὑποπαίζω
ὑποπαλαίω
ὑποπάλλω
ὑποπαράβορρος
ὑποπαραιτέομαι
ὑποπαραίτησις
ὑποπαραιτία
View word page
ὑπόξυσμα
scraping, shaving

ShortDef

scraping, shaving

Debugging

Headword:
ὑπόξυσμα
Headword (normalized):
ὑπόξυσμα
Headword (normalized/stripped):
υποξυσμα
IDX:
92215
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92216
Key:

Data

{'content': 'scraping, shaving'}