Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπόνωθρος
ὑπόξανθος
ὑποξενίζω
ὑποξέω
ὑποξηραίνω
ὑπόξηρος
ὑποξίζω
ὑπόξυλος
ὑποξύνω
ὑποξυράω
ὑποξύριος
ὑπόξυρος
ὕποξυς
ὑπόξυσμα
ὑποξύω
ὑποοπλομάχος
ὑποπαιδοτρίβης
ὑποπαίζω
ὑποπαλαίω
ὑποπάλλω
ὑποπαράβορρος
View word page
ὑποξύριος
under the rasor
ShortDef
under the rasor
Debugging
Headword:
ὑποξύριος
Headword (normalized):
ὑποξύριος
Headword (normalized/stripped):
υποξυριος
IDX:
92212
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92213
Key:
Data
{'content': 'under the rasor'}