Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπονωθής
ὑπόνωθρος
ὑπόξανθος
ὑποξενίζω
ὑποξέω
ὑποξηραίνω
ὑπόξηρος
ὑποξίζω
ὑπόξυλος
ὑποξύνω
ὑποξυράω
ὑποξύριος
ὑπόξυρος
ὕποξυς
ὑπόξυσμα
ὑποξύω
ὑποοπλομάχος
ὑποπαιδοτρίβης
ὑποπαίζω
ὑποπαλαίω
ὑποπάλλω
View word page
ὑποξυράω
to shave

ShortDef

to shave

Debugging

Headword:
ὑποξυράω
Headword (normalized):
ὑποξυράω
Headword (normalized/stripped):
υποξυραω
IDX:
92211
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92212
Key:

Data

{'content': 'to shave'}