Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντιστασιάζω
ἀντιστάσιμος
ἀντιστάσιος
ἀντίστασις
ἀντιστασιώτης
ἀντιστατέον
ἀντιστατέω
ἀντιστάτης
ἀντιστατικός
ἀντίστεπνον
ἀντιστήριγμα
ἀντιστηριγμός
ἀντιστηρίζω
ἀντιστίλβω
ἀντιστοιχείωσις
ἀντιστοιχέω
ἀντιστοιχία
ἀντίστοιχος
ἀντίστομος
ἀντιστοπέννυμλ
ἀντιστοχαστικός
View word page
ἀντιστήριγμα
a prop

ShortDef

a prop

Debugging

Headword:
ἀντιστήριγμα
Headword (normalized):
ἀντιστήριγμα
Headword (normalized/stripped):
αντιστηριγμα
IDX:
9220
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9221
Key:

Data

{'content': 'a prop'}