Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπονυμφίς
ὑπονύσσω
ὑπονυστάζω
ὑπονωθής
ὑπόνωθρος
ὑπόξανθος
ὑποξενίζω
ὑποξέω
ὑποξηραίνω
ὑπόξηρος
ὑποξίζω
ὑπόξυλος
ὑποξύνω
ὑποξυράω
ὑποξύριος
ὑπόξυρος
ὕποξυς
ὑπόξυσμα
ὑποξύω
ὑποοπλομάχος
ὑποπαιδοτρίβης
View word page
ὑποξίζω
to be sourish

ShortDef

to be sourish

Debugging

Headword:
ὑποξίζω
Headword (normalized):
ὑποξίζω
Headword (normalized/stripped):
υποξιζω
IDX:
92208
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92209
Key:

Data

{'content': 'to be sourish'}