Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπονοτίζω
ὑπονουθετέω
ὑπονυμφίς
ὑπονύσσω
ὑπονυστάζω
ὑπονωθής
ὑπόνωθρος
ὑπόξανθος
ὑποξενίζω
ὑποξέω
ὑποξηραίνω
ὑπόξηρος
ὑποξίζω
ὑπόξυλος
ὑποξύνω
ὑποξυράω
ὑποξύριος
ὑπόξυρος
ὕποξυς
ὑπόξυσμα
ὑποξύω
View word page
ὑποξηραίνω
dry up a little
ShortDef
dry up a little
Debugging
Headword:
ὑποξηραίνω
Headword (normalized):
ὑποξηραίνω
Headword (normalized/stripped):
υποξηραινω
IDX:
92206
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92207
Key:
Data
{'content': 'dry up a little'}