Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπονόστησις
ὑπονόσφιος
ὑπονοτίζω
ὑπονουθετέω
ὑπονυμφίς
ὑπονύσσω
ὑπονυστάζω
ὑπονωθής
ὑπόνωθρος
ὑπόξανθος
ὑποξενίζω
ὑποξέω
ὑποξηραίνω
ὑπόξηρος
ὑποξίζω
ὑπόξυλος
ὑποξύνω
ὑποξυράω
ὑποξύριος
ὑπόξυρος
ὕποξυς
View word page
ὑποξενίζω
talk in a curious way of

ShortDef

talk in a curious way of

Debugging

Headword:
ὑποξενίζω
Headword (normalized):
ὑποξενίζω
Headword (normalized/stripped):
υποξενιζω
IDX:
92204
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92205
Key:

Data

{'content': 'talk in a curious way of'}