Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπονομευτής
ὑπονομεύω
ὑπονομή
ὑπονομηδόν
ὑπόνομος
ὑπονοσέω
ὑπονοστέω
ὑπονόστησις
ὑπονόσφιος
ὑπονοτίζω
ὑπονουθετέω
ὑπονυμφίς
ὑπονύσσω
ὑπονυστάζω
ὑπονωθής
ὑπόνωθρος
ὑπόξανθος
ὑποξενίζω
ὑποξέω
ὑποξηραίνω
ὑπόξηρος
View word page
ὑπονουθετέω
admonish gently

ShortDef

admonish gently

Debugging

Headword:
ὑπονουθετέω
Headword (normalized):
ὑπονουθετέω
Headword (normalized/stripped):
υπονουθετεω
IDX:
92197
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92198
Key:

Data

{'content': 'admonish gently'}