Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπονήϊος
ὑπονήφω
ὑπονήχομαι
ὑπονίζω
ὑπονιτρώδης
ὑπονοέω
ὑπονόημα
ὑπονοητέον
ὑπονοητής
ὑπονοητικός
ὑπονόθευσις
ὑπονοθευτής
ὑπονοθεύω
ὑπόνοια
ὑπονομεύς
ὑπονομευτής
ὑπονομεύω
ὑπονομή
ὑπονομηδόν
ὑπόνομος
ὑπονοσέω
View word page
ὑπονόθευσις
seduction, corruption

ShortDef

seduction, corruption

Debugging

Headword:
ὑπονόθευσις
Headword (normalized):
ὑπονόθευσις
Headword (normalized/stripped):
υπονοθευσις
IDX:
92182
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92183
Key:

Data

{'content': 'seduction, corruption'}