Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπονέμομαι
ὑπονεφέλη
ὑπονεφελίζω
ὑπονέφελος
ὑπονέω
ὑπονήϊος
ὑπονήφω
ὑπονήχομαι
ὑπονίζω
ὑπονιτρώδης
ὑπονοέω
ὑπονόημα
ὑπονοητέον
ὑπονοητής
ὑπονοητικός
ὑπονόθευσις
ὑπονοθευτής
ὑπονοθεύω
ὑπόνοια
ὑπονομεύς
ὑπονομευτής
View word page
ὑπονοέω
to think secretly, suspect

ShortDef

to think secretly, suspect

Debugging

Headword:
ὑπονοέω
Headword (normalized):
ὑπονοέω
Headword (normalized/stripped):
υπονοεω
IDX:
92177
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92178
Key:

Data

{'content': 'to think secretly, suspect'}