Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπονείφω
ὑπονεκρόομαι
ὑπονέμομαι
ὑπονεφέλη
ὑπονεφελίζω
ὑπονέφελος
ὑπονέω
ὑπονήϊος
ὑπονήφω
ὑπονήχομαι
ὑπονίζω
ὑπονιτρώδης
ὑπονοέω
ὑπονόημα
ὑπονοητέον
ὑπονοητής
ὑπονοητικός
ὑπονόθευσις
ὑπονοθευτής
ὑπονοθεύω
ὑπόνοια
View word page
ὑπονίζω
wash slightly

ShortDef

wash slightly

Debugging

Headword:
ὑπονίζω
Headword (normalized):
ὑπονίζω
Headword (normalized/stripped):
υπονιζω
IDX:
92175
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92176
Key:

Data

{'content': 'wash slightly'}