Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπονεάζω
ὑπονεάω
ὑπονείφω
ὑπονεκρόομαι
ὑπονέμομαι
ὑπονεφέλη
ὑπονεφελίζω
ὑπονέφελος
ὑπονέω
ὑπονήϊος
ὑπονήφω
ὑπονήχομαι
ὑπονίζω
ὑπονιτρώδης
ὑπονοέω
ὑπονόημα
ὑπονοητέον
ὑπονοητής
ὑπονοητικός
ὑπονόθευσις
ὑπονοθευτής
View word page
ὑπονήφω
to be somewhat sobered

ShortDef

to be somewhat sobered

Debugging

Headword:
ὑπονήφω
Headword (normalized):
ὑπονήφω
Headword (normalized/stripped):
υπονηφω
IDX:
92173
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92174
Key:

Data

{'content': 'to be somewhat sobered'}