Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντισπόδιον
ἀντισπουδία
ἀντισταδιαῖος
ἀντίσταθμος
ἀντιστασιάζω
ἀντιστάσιμος
ἀντιστάσιος
ἀντίστασις
ἀντιστασιώτης
ἀντιστατέον
ἀντιστατέω
ἀντιστάτης
ἀντιστατικός
ἀντίστεπνον
ἀντιστήριγμα
ἀντιστηριγμός
ἀντιστηρίζω
ἀντιστίλβω
ἀντιστοιχείωσις
ἀντιστοιχέω
ἀντιστοιχία
View word page
ἀντιστατέω
to resist, oppose

ShortDef

to resist, oppose

Debugging

Headword:
ἀντιστατέω
Headword (normalized):
ἀντιστατέω
Headword (normalized/stripped):
αντιστατεω
IDX:
9216
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9217
Key:

Data

{'content': 'to resist, oppose'}