Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπομόχθηρος
ὑπομοχλεύω
ὑπομόχλιον
ὑπομυκάομαι
ὑπομυκτηρίζω
ὑπόμυξις
ὑπόμυξος
ὑπομυξώδης
ὑπομύσαρος
ὑπομύω
ὑπόμωρος
ὑποναίω
ὑποναύσιος
ὑπονεάζω
ὑπονεάω
ὑπονείφω
ὑπονεκρόομαι
ὑπονέμομαι
ὑπονεφέλη
ὑπονεφελίζω
ὑπονέφελος
View word page
ὑπόμωρος
rather stupid
ShortDef
rather stupid
Debugging
Headword:
ὑπόμωρος
Headword (normalized):
ὑπόμωρος
Headword (normalized/stripped):
υπομωρος
IDX:
92160
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92161
Key:
Data
{'content': 'rather stupid'}