Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπομοσχεύω
ὑπομόχθηρος
ὑπομοχλεύω
ὑπομόχλιον
ὑπομυκάομαι
ὑπομυκτηρίζω
ὑπόμυξις
ὑπόμυξος
ὑπομυξώδης
ὑπομύσαρος
ὑπομύω
ὑπόμωρος
ὑποναίω
ὑποναύσιος
ὑπονεάζω
ὑπονεάω
ὑπονείφω
ὑπονεκρόομαι
ὑπονέμομαι
ὑπονεφέλη
ὑπονεφελίζω
View word page
ὑπομύω
half-closed
ShortDef
half-closed
Debugging
Headword:
ὑπομύω
Headword (normalized):
ὑπομύω
Headword (normalized/stripped):
υπομυω
IDX:
92159
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92160
Key:
Data
{'content': 'half-closed'}