Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπομορφάζω
ὑπομοσχεύω
ὑπομόχθηρος
ὑπομοχλεύω
ὑπομόχλιον
ὑπομυκάομαι
ὑπομυκτηρίζω
ὑπόμυξις
ὑπόμυξος
ὑπομυξώδης
ὑπομύσαρος
ὑπομύω
ὑπόμωρος
ὑποναίω
ὑποναύσιος
ὑπονεάζω
ὑπονεάω
ὑπονείφω
ὑπονεκρόομαι
ὑπονέμομαι
ὑπονεφέλη
View word page
ὑπομύσαρος
rather filthy

ShortDef

rather filthy

Debugging

Headword:
ὑπομύσαρος
Headword (normalized):
ὑπομύσαρος
Headword (normalized/stripped):
υπομυσαρος
IDX:
92158
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92159
Key:

Data

{'content': 'rather filthy'}