Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπομνηματογραφεῖον
ὑπομνηματογραφέω
ὑπομνηματογράφος
ὑπομνηματοφύλαξ
ὑπόμνησις
ὑπομνηστέον
ὑπομνηστεύομαι
ὑπομνηστικός
ὑπόμνυμι
ὑπομονή
ὑπομονητέος
ὑπομορφάζω
ὑπομοσχεύω
ὑπομόχθηρος
ὑπομοχλεύω
ὑπομόχλιον
ὑπομυκάομαι
ὑπομυκτηρίζω
ὑπόμυξις
ὑπόμυξος
ὑπομυξώδης
View word page
ὑπομονητέος
one must sustain, abide, endure
ShortDef
one must sustain, abide, endure
Debugging
Headword:
ὑπομονητέος
Headword (normalized):
ὑπομονητέος
Headword (normalized/stripped):
υπομονητεος
IDX:
92147
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92148
Key:
Data
{'content': 'one must sustain, abide, endure'}