Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπομετέωρος
ὑπομήκης
ὑπομηκύνω
ὑπομηλαφάω
ὑπομηλίζω
ὑπομήλινος
ὑπομηλίς
ὑπομήρια
ὑπομήτριος
ὑπομίαρος
ὑπομιλτόομαι
ὑπομιμέομαι
ὑπομιμνήσκω
ὑπόμισθος
ὑπομίσθωσις
ὑπομισθωτής
ὑπομνάομαι
ὑπομνεία
ὑπόμνημα
ὑπομνηματίζομαι
ὑπομνηματικός
View word page
ὑπομιλτόομαι
to be covered with ruddle

ShortDef

to be covered with ruddle

Debugging

Headword:
ὑπομιλτόομαι
Headword (normalized):
ὑπομιλτόομαι
Headword (normalized/stripped):
υπομιλτοομαι
IDX:
92123
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92124
Key:

Data

{'content': 'to be covered with ruddle'}