Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀντισπαστέον
ἀντισπαστικός
ἀντίσπαστος
ἀντισπάω
ἀντισπεύδω
ἀντισπόδιον
ἀντισπουδία
ἀντισταδιαῖος
ἀντίσταθμος
ἀντιστασιάζω
ἀντιστάσιμος
ἀντιστάσιος
ἀντίστασις
ἀντιστασιώτης
ἀντιστατέον
ἀντιστατέω
ἀντιστάτης
ἀντιστατικός
ἀντίστεπνον
ἀντιστήριγμα
ἀντιστηριγμός
View word page
ἀντιστάσιμος
sloping
ShortDef
sloping
Debugging
Headword:
ἀντιστάσιμος
Headword (normalized):
ἀντιστάσιμος
Headword (normalized/stripped):
αντιστασιμος
IDX:
9211
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9212
Key:
Data
{'content': 'sloping'}