Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπομενετέος
ὑπομενετικός
ὑπομενετός
ὑπομενητός
ὑπομένω
ὑπομερισμός
ὑπόμεστος
ὑπομεταφέρομαι
ὑπομετέωρος
ὑπομήκης
ὑπομηκύνω
ὑπομηλαφάω
ὑπομηλίζω
ὑπομήλινος
ὑπομηλίς
ὑπομήρια
ὑπομήτριος
ὑπομίαρος
ὑπομιλτόομαι
ὑπομιμέομαι
ὑπομιμνήσκω
View word page
ὑπομηκύνω
lengthen somewhat

ShortDef

lengthen somewhat

Debugging

Headword:
ὑπομηκύνω
Headword (normalized):
ὑπομηκύνω
Headword (normalized/stripped):
υπομηκυνω
IDX:
92115
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92116
Key:

Data

{'content': 'lengthen somewhat'}