Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπομενετέον
ὑπομενετέος
ὑπομενετικός
ὑπομενετός
ὑπομενητός
ὑπομένω
ὑπομερισμός
ὑπόμεστος
ὑπομεταφέρομαι
ὑπομετέωρος
ὑπομήκης
ὑπομηκύνω
ὑπομηλαφάω
ὑπομηλίζω
ὑπομήλινος
ὑπομηλίς
ὑπομήρια
ὑπομήτριος
ὑπομίαρος
ὑπομιλτόομαι
ὑπομιμέομαι
View word page
ὑπομήκης
longish

ShortDef

longish

Debugging

Headword:
ὑπομήκης
Headword (normalized):
ὑπομήκης
Headword (normalized/stripped):
υπομηκης
IDX:
92114
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92115
Key:

Data

{'content': 'longish'}