Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπομέμφομαι
ὑπομεμψίμοιρος
ὑπομενετέον
ὑπομενετέος
ὑπομενετικός
ὑπομενετός
ὑπομενητός
ὑπομένω
ὑπομερισμός
ὑπόμεστος
ὑπομεταφέρομαι
ὑπομετέωρος
ὑπομήκης
ὑπομηκύνω
ὑπομηλαφάω
ὑπομηλίζω
ὑπομήλινος
ὑπομηλίς
ὑπομήρια
ὑπομήτριος
ὑπομίαρος
View word page
ὑπομεταφέρομαι
slip gradually into

ShortDef

slip gradually into

Debugging

Headword:
ὑπομεταφέρομαι
Headword (normalized):
ὑπομεταφέρομαι
Headword (normalized/stripped):
υπομεταφερομαι
IDX:
92112
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92113
Key:

Data

{'content': 'slip gradually into'}