Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπομελανίζω
ὑπομέλας
ὑπομέμφομαι
ὑπομεμψίμοιρος
ὑπομενετέον
ὑπομενετέος
ὑπομενετικός
ὑπομενετός
ὑπομενητός
ὑπομένω
ὑπομερισμός
ὑπόμεστος
ὑπομεταφέρομαι
ὑπομετέωρος
ὑπομήκης
ὑπομηκύνω
ὑπομηλαφάω
ὑπομηλίζω
ὑπομήλινος
ὑπομηλίς
ὑπομήρια
View word page
ὑπομερισμός
subdivision
ShortDef
subdivision
Debugging
Headword:
ὑπομερισμός
Headword (normalized):
ὑπομερισμός
Headword (normalized/stripped):
υπομερισμος
IDX:
92110
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92111
Key:
Data
{'content': 'subdivision'}