Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπομελανδρυώδης
ὑπομελανίζω
ὑπομέλας
ὑπομέμφομαι
ὑπομεμψίμοιρος
ὑπομενετέον
ὑπομενετέος
ὑπομενετικός
ὑπομενετός
ὑπομενητός
ὑπομένω
ὑπομερισμός
ὑπόμεστος
ὑπομεταφέρομαι
ὑπομετέωρος
ὑπομήκης
ὑπομηκύνω
ὑπομηλαφάω
ὑπομηλίζω
ὑπομήλινος
ὑπομηλίς
View word page
ὑπομένω
to stay behind, survive

ShortDef

to stay behind, survive

Debugging

Headword:
ὑπομένω
Headword (normalized):
ὑπομένω
Headword (normalized/stripped):
υπομενω
IDX:
92109
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92110
Key:

Data

{'content': 'to stay behind, survive'}