Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντισπασμός
ἀντισπαστέον
ἀντισπαστικός
ἀντίσπαστος
ἀντισπάω
ἀντισπεύδω
ἀντισπόδιον
ἀντισπουδία
ἀντισταδιαῖος
ἀντίσταθμος
ἀντιστασιάζω
ἀντιστάσιμος
ἀντιστάσιος
ἀντίστασις
ἀντιστασιώτης
ἀντιστατέον
ἀντιστατέω
ἀντιστάτης
ἀντιστατικός
ἀντίστεπνον
ἀντιστήριγμα
View word page
ἀντιστασιάζω
to form a party against

ShortDef

to form a party against

Debugging

Headword:
ἀντιστασιάζω
Headword (normalized):
ἀντιστασιάζω
Headword (normalized/stripped):
αντιστασιαζω
IDX:
9210
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9211
Key:

Data

{'content': 'to form a party against'}