Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπομελαίνω
ὑπομελανδρυώδης
ὑπομελανίζω
ὑπομέλας
ὑπομέμφομαι
ὑπομεμψίμοιρος
ὑπομενετέον
ὑπομενετέος
ὑπομενετικός
ὑπομενετός
ὑπομενητός
ὑπομένω
ὑπομερισμός
ὑπόμεστος
ὑπομεταφέρομαι
ὑπομετέωρος
ὑπομήκης
ὑπομηκύνω
ὑπομηλαφάω
ὑπομηλίζω
ὑπομήλινος
View word page
ὑπομενητός
endurable
ShortDef
endurable
Debugging
Headword:
ὑπομενητός
Headword (normalized):
ὑπομενητός
Headword (normalized/stripped):
υπομενητος
IDX:
92108
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92109
Key:
Data
{'content': 'endurable'}