Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπομέλαθρα
ὑπομελαίνω
ὑπομελανδρυώδης
ὑπομελανίζω
ὑπομέλας
ὑπομέμφομαι
ὑπομεμψίμοιρος
ὑπομενετέον
ὑπομενετέος
ὑπομενετικός
ὑπομενετός
ὑπομενητός
ὑπομένω
ὑπομερισμός
ὑπόμεστος
ὑπομεταφέρομαι
ὑπομετέωρος
ὑπομήκης
ὑπομηκύνω
ὑπομηλαφάω
ὑπομηλίζω
View word page
ὑπομενετός
endurable

ShortDef

endurable

Debugging

Headword:
ὑπομενετός
Headword (normalized):
ὑπομενετός
Headword (normalized/stripped):
υπομενετος
IDX:
92107
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92108
Key:

Data

{'content': 'endurable'}