Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπομείων
ὑπομέλαθρα
ὑπομελαίνω
ὑπομελανδρυώδης
ὑπομελανίζω
ὑπομέλας
ὑπομέμφομαι
ὑπομεμψίμοιρος
ὑπομενετέον
ὑπομενετέος
ὑπομενετικός
ὑπομενετός
ὑπομενητός
ὑπομένω
ὑπομερισμός
ὑπόμεστος
ὑπομεταφέρομαι
ὑπομετέωρος
ὑπομήκης
ὑπομηκύνω
ὑπομηλαφάω
View word page
ὑπομενετικός
patient of,
ShortDef
patient of,
Debugging
Headword:
ὑπομενετικός
Headword (normalized):
ὑπομενετικός
Headword (normalized/stripped):
υπομενετικος
IDX:
92106
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92107
Key:
Data
{'content': 'patient of,'}