Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπομειόομαι
ὑπομείων
ὑπομέλαθρα
ὑπομελαίνω
ὑπομελανδρυώδης
ὑπομελανίζω
ὑπομέλας
ὑπομέμφομαι
ὑπομεμψίμοιρος
ὑπομενετέον
ὑπομενετέος
ὑπομενετικός
ὑπομενετός
ὑπομενητός
ὑπομένω
ὑπομερισμός
ὑπόμεστος
ὑπομεταφέρομαι
ὑπομετέωρος
ὑπομήκης
ὑπομηκύνω
View word page
ὑπομενετέος
one must sustain, abide, endure
ShortDef
one must sustain, abide, endure
Debugging
Headword:
ὑπομενετέος
Headword (normalized):
ὑπομενετέος
Headword (normalized/stripped):
υπομενετεος
IDX:
92105
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92106
Key:
Data
{'content': 'one must sustain, abide, endure'}