Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπομειδιάω
ὑπομειόομαι
ὑπομείων
ὑπομέλαθρα
ὑπομελαίνω
ὑπομελανδρυώδης
ὑπομελανίζω
ὑπομέλας
ὑπομέμφομαι
ὑπομεμψίμοιρος
ὑπομενετέον
ὑπομενετέος
ὑπομενετικός
ὑπομενετός
ὑπομενητός
ὑπομένω
ὑπομερισμός
ὑπόμεστος
ὑπομεταφέρομαι
ὑπομετέωρος
ὑπομήκης
View word page
ὑπομενετέον
one must sustain, abide, endure

ShortDef

one must sustain, abide, endure

Debugging

Headword:
ὑπομενετέον
Headword (normalized):
ὑπομενετέον
Headword (normalized/stripped):
υπομενετεον
IDX:
92104
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92105
Key:

Data

{'content': 'one must sustain, abide, endure'}