Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπόμειγμα
ὑπομείγνυμι
ὑπομειδιάω
ὑπομειόομαι
ὑπομείων
ὑπομέλαθρα
ὑπομελαίνω
ὑπομελανδρυώδης
ὑπομελανίζω
ὑπομέλας
ὑπομέμφομαι
ὑπομεμψίμοιρος
ὑπομενετέον
ὑπομενετέος
ὑπομενετικός
ὑπομενετός
ὑπομενητός
ὑπομένω
ὑπομερισμός
ὑπόμεστος
ὑπομεταφέρομαι
View word page
ὑπομέμφομαι
to blame a little

ShortDef

to blame a little

Debugging

Headword:
ὑπομέμφομαι
Headword (normalized):
ὑπομέμφομαι
Headword (normalized/stripped):
υπομεμφομαι
IDX:
92102
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92103
Key:

Data

{'content': 'to blame a little'}