Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὕπομβρος
ὑπομεθύω
ὑπόμειγμα
ὑπομείγνυμι
ὑπομειδιάω
ὑπομειόομαι
ὑπομείων
ὑπομέλαθρα
ὑπομελαίνω
ὑπομελανδρυώδης
ὑπομελανίζω
ὑπομέλας
ὑπομέμφομαι
ὑπομεμψίμοιρος
ὑπομενετέον
ὑπομενετέος
ὑπομενετικός
ὑπομενετός
ὑπομενητός
ὑπομένω
ὑπομερισμός
View word page
ὑπομελανίζω
make rather black

ShortDef

make rather black

Debugging

Headword:
ὑπομελανίζω
Headword (normalized):
ὑπομελανίζω
Headword (normalized/stripped):
υπομελανιζω
IDX:
92100
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92101
Key:

Data

{'content': 'make rather black'}