Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπόμαυρος
ὕπομβρος
ὑπομεθύω
ὑπόμειγμα
ὑπομείγνυμι
ὑπομειδιάω
ὑπομειόομαι
ὑπομείων
ὑπομέλαθρα
ὑπομελαίνω
ὑπομελανδρυώδης
ὑπομελανίζω
ὑπομέλας
ὑπομέμφομαι
ὑπομεμψίμοιρος
ὑπομενετέον
ὑπομενετέος
ὑπομενετικός
ὑπομενετός
ὑπομενητός
ὑπομένω
View word page
ὑπομελανδρυώδης
like the black oak

ShortDef

like the black oak

Debugging

Headword:
ὑπομελανδρυώδης
Headword (normalized):
ὑπομελανδρυώδης
Headword (normalized/stripped):
υπομελανδρυωδης
IDX:
92099
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92100
Key:

Data

{'content': 'like the black oak'}