Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπομάσχαλος
ὑπόμαυρος
ὕπομβρος
ὑπομεθύω
ὑπόμειγμα
ὑπομείγνυμι
ὑπομειδιάω
ὑπομειόομαι
ὑπομείων
ὑπομέλαθρα
ὑπομελαίνω
ὑπομελανδρυώδης
ὑπομελανίζω
ὑπομέλας
ὑπομέμφομαι
ὑπομεμψίμοιρος
ὑπομενετέον
ὑπομενετέος
ὑπομενετικός
ὑπομενετός
ὑπομενητός
View word page
ὑπομελαίνω
to be blackish
ShortDef
to be blackish
Debugging
Headword:
ὑπομελαίνω
Headword (normalized):
ὑπομελαίνω
Headword (normalized/stripped):
υπομελαινω
IDX:
92098
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92099
Key:
Data
{'content': 'to be blackish'}